Παραδοσιακά στα ελεύθερα δίκτυα, όπου δηλαδή δεν υπάρχουν αποκλειστικές συνεργασίες, συχνά ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής μετακινείται από ένα δίκτυο πωλήσεων σε ένα άλλο – λέμε συχνά και λέμε στα ελεύθερα δίκτυα, όχι γιατί δεν μπορεί να συμβεί και στα αποκλειστικά, αλλά γιατί εκεί συμβαίνει πολύ πιο σπάνια.
Ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής λειτουργεί συνεργαζόμενος μέσω ενός πράκτορα ασφαλίσεων, ή πλέον και συντονιστή. Αν θέλει, έχει τη δυνατότητα να επιλέξει, κυρίως για εμπορικούς λόγους, να διακόψει μια συνεργασία και να συνάψει μια καινούργια στη θέση της.
Το θέμα που τίθεται σε αυτές τις περιπτώσεις είναι με ποιο τρόπο το υπάρχον πελατολόγιό του, δηλαδή οι άνθρωποι για τους οποίους έχει διαμεσολαβήσει ο ίδιος, αλλά και ο πράκτορας μέσω του οποίου συνεργαζόταν, θα “μεταφερθεί” στη νέα του συνεργασία, ώστε να συνεχίζονται να δημιουργούνται αμοιβές τόσο για αυτόν όσο και για το νέο πιθανώς πράκτορα.
Αυτό που δυστυχώς παρατηρείται στην αγορά και παρατηρείται ως πρακτική τόσο των διαμεσολαβητών όσο και των ασφαλιστικών εταιρειών, είναι αυτή η “μεταφορά” του πελατολογίου να γίνεται εν αγνοία του πελάτη, να γίνεται δηλαδή μέσα από μια συμφωνία των εμπλεκόμενων διαμεσολαβητών και την υπογραφή αυτών των εμπλεκόμενων μερών, χωρίς όμως, να το γνωρίζει ο ασφαλισμένος.
Δηλαδή, η μετάβαση δεν γίνεται μέσω γραπτής συναίνεσης του πελάτη, συνήθως επειδή ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής με τον οποίο συναλλάχθηκε και συζήτησε, παραμένει ο ίδιος.
Σε αυτή την πρακτική, όμως, αξίζει να σημειώσουμε κάποιους πολύ σημαντικούς κινδύνους έως πιθανώς και παρατυπίες, όπως οι ειδικοί θα όριζαν.
Διαμεσολαβητής δεν είναι μόνο ο άνθρωπος που είναι μπροστά στον πελάτη, αλλά διαμεσολαβητής είναι και ο πράκτορας ή ο συντονιστής, μέσω του οποίου η συνεργασία φτάνει στην ασφαλιστική εταιρεία.
Όταν λοιπόν αλλάζει η δομή διαμεσολάβησης, διαβιβάζονται τα προσωπικά στοιχεία και πολύ συχνά τα ευαίσθητα προσωπικά στοιχεία του πελάτη, σε ένα νέο διαμεσολαβητή, το νέο πράκτορα.
Αυτό θα πρέπει να προβληματίσει όσους το εφαρμόζουν, εάν είναι σύννομο, μιας και δεν υπάρχει η συναίνεση του ασφαλισμένου! Μην ξεχνάμε ότι με την ισχύουσα νομοθεσία, ο ασφαλισμένος γνωρίζει εξ αρχής όχι μόνο ποιος είναι ο διαμεσολαβητής που είναι μπροστά του κατά τη σύναψη της ασφάλισης, αλλά και ποιος είναι ο διαμεσολαβητής που συμβάλλεται με την ασφαλιστική εταιρεία και συμμετέχει και αυτός στη συγκεκριμένη διαμεσολάβηση.
Αφού ο διαμεσολαβητής που συμβάλλεται με την ασφαλιστική διαφοροποιείται, προκύπτει εύλογα η αναγκαιότητα να είναι ενήμερος ο πελάτης και να απαιτείται εκ νέου η συναίνεσή του, έστω και αν κάποιος θεωρεί δεδομένο πως αυτή θα είναι θετική.
Είναι σίγουρο λοιπόν ότι πολλές πρακτικές που στο παρελθόν ίσχυαν και ίσχυαν με ευκολία, σήμερα τόσο με βάση το πλαίσιο των προσωπικών δεδομένων, όσο και με βάση το πλαίσιο του Νόμου 4583 που ισχύει σχεδόν δύο χρόνια τώρα, θα πρέπει να επαναπροσδιοριστούν – τόσο των διαμεσολαβούντων όσο και των ασφαλιστικών εταιρειών.
Όχι μόνο ώστε να είναι τυπικά ορθές, αλλά ώστε να εκπληρώνουν την ουσία της ελληνικής και ευρωπαϊκής νομοθεσίας σε όλα τα επίπεδα, η οποία επικεντρώνεται στη διαφάνεια αλλά και την ορθή και άμεση ενημέρωση του καταναλωτή – ασφαλισμένου, για το καθετί που θα μπορούσε να είναι προς αξιολόγηση από τον ίδιο.
Άλλωστε ακόμα παρατηρούμε και πολλά άλλα θέματα του νέου Νόμου 4583, τα οποία ίσως δεν εφαρμόζονται όπως ακριβώς έχουν προβλεφθεί και καλό θα είναι να επιταχυνθεί η εφαρμογή τους, ώστε η αγορά να λειτουργεί εύρυθμα.
Τέλος, σε μια τέτοια μετακίνηση ασφαλιστικού διαμεσολαβητή από τον έναν πράκτορα ή συντονιστή σε έναν άλλο, είναι καλό να έχει προβλεφθεί εξ αρχής και πάντα μέσα στο πλαίσιο της φιλοσοφίας του Νόμου το οικονομικό δικαίωμα, το εμπορικό δηλαδή δικαίωμα που παραμένει στον πράκτορα ή συντονιστή, ο οποίος αρχικά υποστήριξε και διαμεσολάβησε για τις ασφαλιστικές συμβάσεις σε περίπτωση που αυτές αλλάξουν “διαδρομή” διαμεσολάβησης.
Όσο πιο διαφανής είναι μια συνεργασία τόσο μεταξύ των διαμεσολαβητών, αλλά και των ασφαλιστικών εταιρειών, και όσα περισσότερα πράγματα προβλέπει για κάθε πιθανή τροποποίησή της στο μέλλον, τόσο πιο σταθερή και αξιόπιστη είναι η ασφαλιστική αγορά και τόσο πιο συνεπής απέναντι στους ασφαλισμένους της.