Η μαζική κυκλοφορία των εμβολίων κατά της COVID -19 ενισχύει την επιθυμία των ασφαλιστικών εταιρειών του κλάδου ζωής να προσφέρουν κάλυψη σε όσους έχουν υποκείμενα προβλήματα υγείας, ενώ αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ορισμένες εταιρείες δεν λαμβάνουν υπόψη το εάν οι ασφαλιζόμενοι έχουν εμβολιαστεί.
Η ασφαλιστική βιομηχανία αρχικά ήταν επιφυλακτική αναφορικά με την προσφορά ασφαλιστικής κάλυψη τους πρώτους μήνες της πανδημίας για ορισμένες ηλικιακές ομάδες, καθώς και για εκείνους που είχαν μολυνθεί, τονίζοντας ότι οι μακροπρόθεσμες συνέπειες στην υγεία τους δεν ήταν ακόμη πλήρως κατανοητές.
Ωστόσο, δεδομένου ότι τα εμβόλια πλέον επικρατούν σε μεγάλες οικονομίες όπως η Βρετανία και οι Ηνωμένες Πολιτείες, η ασφαλιστική αγορά εντοπίζει λιγότερους κινδύνους.
Η Helen Croft, επικεφαλής της στρατηγικής αναδοχής στην AIG Life, αναφέρει ότι ο όμιλος ήταν στην αρχή πιο επιφυλακτικός αναφορικά με την προσφορά κάλυψης ως αποτέλεσμα της πανδημίας, αλλά η αποτελεσματικότητα και η ευρεία χρήση του εμβολίου θα μπορούσε να εξασφαλίσει κάλυψη για περισσότερους πολίτες.
«Η λήψη του εμβολίου ήταν εξαιρετική», αναφέρει σχετικά, προσθέτοντας ότι η AIG Life δεν έλεγξε εάν μεμονωμένοι πελάτες έχουν εμβολιαστεί, επισημαίνοντας ότι η εταιρεία δεν ρώτησε τους πελάτες της και για άλλα εμβόλια, όπως για της γρίπης.
«Δεν νομίζω ότι είναι απαραίτητο να ρωτάμε για το εμβόλιο – τα αυξημένα ποσοστά εμβολιαστικής κάλυψης του πληθυσμού μας προσφέρουν αρκετή άνεση», δηλώνει στο Reuters.
Ασφαλιστικοί όμιλοι όπως η Aviva και η Zurich δήλωσαν επίσης ότι δεν έκαναν ερωτήσεις περί εμβολιασμού, με τη Ζurich να επισημαίνει πιθανούς περιορισμούς που προκύπτουν από το εάν ο πελάτης έχει εμβολιαστεί, όπως η μακροπρόθεσμη αποτελεσματικότητα ή ο αντίκτυπος νέων μεταλλάξεων.
Ανεξάρτητα από την κατάσταση του εμβολιασμού, οι πελάτες με υποκείμενες παθήσεις υγείας μπορούν να πληρώσουν έως και πέντε φορές περισσότερα από τη μέση τιμή για τα προϊόντα ασφάλισης ζωής, τονίζουν μέλη της ασφαλιστικής αγοράς.
Η μείωση των διασωληνωμένων και των θανάτων ως απόρροια του εμβολιασμού αλλάζει τα δεδομένα για τις ασφαλιστικές στη Βρετανία, ανατρέποντας τους προηγούμενους περιορισμούς της COVID-19 στην κάλυψη της ζωής, δήλωσε ο Phil Jeynes, διευθυντής εταιρικών πωλήσεων στον ασφαλιστικό μεσίτη Reassured.
Η Βρετανία ήταν μία από τις πρώτες χώρες που ξεκίνησε ένα πρόγραμμα εμβολιασμού και σχεδόν το 80% όλων των πολιτών άνω των 16 ετών είναι πλήρως εμβολιασμένοι, σύμφωνα με στοιχεία της κυβέρνησης του Ηνωμένου Βασιλείου.
Τα ασφάλιστρα παρέμειναν τα ίδια κατά τη διάρκεια της πανδημίας, πρόσθεσε ο Jeynes. Αντί να αυξήσουν τα επιτόκια, οι ασφαλιστικές εταιρείες ανέβαλαν την παροχή κάλυψης για άτομα πάνω από μία ορισμένη ηλικία, με υποκείμενα νοσήματα και για πολίτες που αναρρώνουν από τον COVID-19.
Η παραγωγή ασφαλίστρων ζωής μειώθηκε κατά 11% στη Βρετανία και κατά 0,1% στις Ηνωμένες Πολιτείες το 2020, σύμφωνα με την Swiss Re. Η απότομη πτώση των εισοδημάτων των νοικοκυριών λόγω των lockdowns και της απώλειας θέσεων εργασίας μείωσε τα ποσοστά ζήτησης για ασφάλιση ζωής την περσινή χρονιά.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου πάνω από το 50% του πληθυσμού είναι εμβολιασμένο, οι μεγάλες ασφαλιστικές εταιρείες Prudential Financial και Lincoln δήλωσαν στο Reuters ότι δεν ρωτούσαν κατά τη σύναψη των συμβολαίων τους πελάτες τους για το εάν έχουν εμβολιαστεί.
Το Insurance Compact, πρότυπο που υιοθετήθηκε από 47 πολιτείες των ΗΠΑ, δεν επιτρέπει στους ασφαλιστές να υποβάλλουν ερωτήσεις στους καταναλωτές σε σχέση με τον εμβολιασμό, καθώς ο κρατικός ασφαλιστικός κανονισμός δεν έχει καθορίσει ακόμη δημόσια πολιτική σχετικά με το εμβόλιο και τις προεκτάσεις του.
Ωστόσο, ορισμένοι ασφαλιστικοί όμιλοι στη Βρετανία ρωτούν τους πελάτες εάν έχουν εμβολιαστεί, ιδιαίτερα εάν η κατάσταση της υγείας τους τους καθιστά πιο ευάλωτους στην νόσο COVID-19, και αυτό θα μπορούσε να επηρεάσει το κόστος ή το μέγεθος της κάλυψης τους.
Η Rose St Louis, διευθύντρια προστασίας της Scottish Widows, σχολιάζοντας το ζήτημα δηλώνει ότι «Μπορεί να είμαστε σε θέση να προσφέρουμε βελτιωμένους όρους σε όσους έχουν κάνει και τα δύο εμβόλια».
Το Legal & General θέτει συνήθως σε περίοδο αναμονής 12 μηνών τους πελάτες που είναι κλινικά ευάλωτοι και στους οποίους ο ιός μπορεί να είναι απειλητικός για τη ζωή.
Οι μη εμβολιασμένοι ευάλωτοι πελάτες θα απορριφθούν προς το παρόν, αν και θα χορηγηθούν επιδόματα για εκείνους που δεν θα μπορούσαν να κάνουν το εμβόλιο για ιατρικούς λόγους όπως η εγκυμοσύνη, δήλωσε η L&G.